(ε)κείθε

(ε)κείθε
(ε)κείθε και (ε)κείθες και (ε)κείθενες επίρρ. τοπ.
1. κίνηση από κάπου ή προέλευση: (Ε)κείθε έφυγα κι ήρθα εδώ.
2. κίνηση προς κάποιο τόπο και ιδίως με την πρόθ. κατά: Κατά (ε)κείθενες τραβούσε κι αυτός.
3. αιτία: Εκείθε προέρχονται όλες οι στενοχώριες μας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κείθε — (Α κεῑθεν) επίρρ. βλ. εκείθε …   Dictionary of Greek

  • -θε — (AM θε και θεν) κατάληξη τοπικών επιρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση («δώθε», «κείθε», «πάροιθε», «άνωθεν») αρχ. κατάληξη τής γενικής ή αφαιρετικής εν. ουσ. ή επιθ. ή αντωνυμιών που δηλώνει την από τόπου κίνηση, την προέλευση ή την καταγωγή… …   Dictionary of Greek

  • εκείθε — και εκείθενες και κείθε (AM ἐκεῑθεν και κεῑθεν) επίρρ. 1. από κει, από κείνη τη μεριά 2. εκεί πέρα 3. προς τα κει αρχ. 1. από κείνο το γεγονός, από αυτόν τον λόγο 2. (για χρόνο) τότε, μετά απ αυτά …   Dictionary of Greek

  • παρέκει — και παρακεί και παρακείθε(ς) / παρέκει ΝΜ επίρρ. 1. πιο πέρα, σε απόσταση από ένα σημείο, παραπέρα, μακρύτερα («κάνε παρέκει» πήγαινε πιο πέρα) 2. μτφ. φρ. «ως εδώ και μη παρέκει» αρκεί ως εδώ, φτάνει πια, αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλο, μην… …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδισμα — το, ατος ελαφρό παιχνίδι, το σάλεμα δώθε κείθε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”